Απόσπασμα από το βιβλίο ” Ο μαγικός κόσμος των ονείρων” Εκδόσεις Αρχέτυπο
Μελετώντας τη μυθολογία ή τις θρησκευτικές και λαϊκές παραδόσεις κάθε γνωστού πολιτισμού, συχνά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αναφορές ιδιαίτερων εμπειριών, οι οποίες φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με την αίσθηση που έχουμε συνήθως για τη φύση της πραγματικότητας και τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ταυτόχρονα, είναι αμέτρητες οι ανέκδοτες μαρτυρίες παράδοξων φαινομένων που, άλλοτε, αποτελούν πηγή έμπνευσης και, άλλοτε, προβληματίζουν και διχάζουν, υπονοώντας ότι είναι δυνατή η επικοινωνία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ οργανισμών και περιβάλλοντος, με τρόπους περισσότερους από όσους είναι ως τώρα κατανοητοί και αποδεκτοί από την επιστήμη.
Τηλεπαθητική επικοινωνία, προφητικά οράματα και μετακίνηση άψυχων αντικειμένων με τη σκέψη είναι μερικά μόνον από τα παραδείγματα ανθρώπινων εμπειριών και δυνατοτήτων που θα τοποθετούσαμε στο χώρο του μεταφυσικού, του μυστικιστικού ή του ανεξήγητου. Ωστόσο, οι απλές μαρτυρίες παράδοξων γεγονότων, ανέκδοτες ή καταγεγραμμένες, αν και ιδιαίτερα συναρπαστικές ώστε να προσελκύουν το ενδιαφέρον πολλών, δεν αρκούν ως αποδείξεις για την ύπαρξη πραγματικών φαινομένων έξω από τα γνωστά ερμηνευτικά μοντέλα της επιστήμης.
Η παραψυχολογία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα ως μια συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια να μελετηθούν οι αναφορές παράδοξων φαινομένων και να συγκεντρωθούν έγκυρα επιστημονικά δεδομένα μέσα από ελεγχόμενες πειραματικές διαδικασίες, οι οποίες θα διερευνούν την υπόθεση νέων δυνατοτήτων αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος με μέσα πέρα από τα γνωστά αισθητηριακά και κινητικά κανάλια (Morris, 1996)·
Πα να διευκολυνθεί η έρευνα, τα υπό μελέτη φαινόμενα που, στο σύνολο τους, ονομάστηκαν ψυχικά φαινόμενα (ψ ή ρδί), χωρίστηκαν σε δύο ξεχωριστές κατηγορίες: α) τα φαινόμενα εξωαισθητηριακής αντίληψης (Ε5Ρ) και β) τα φαινόμενα ψυχοκίνησης (ΡΚ). Σύμφωνα με έναν πρόσφατο ορισμό, «η εξωαισθητηριακή αντίληψη προϋποθέτει την άμεση πρόσληψη πληροφοριών, χωρίς τη μεσολάβηση των αναγνωρισμένων ανθρώπινων αισθήσεων ή τη διαδικασία του λογικού συμπερασμού» (Irwin, 1999)· Παραπέρα, η Ε5Ρ κατηγοριοποιείται σε τηλεπάθεια (telepathy «πληροφορία για το παρόν που αντλείται από κάποιο άλλο πρόσωπο»), διόραση (claivoyance «πληροφορία για κάποιο αντικείμενο ή γεγονός του παρόντος που αντλείται απευθείας από το περιβάλλον») και πρόγνωση (precognition «πληροφορία για μελλοντικά γεγονότα») (Krippner, 2002).
Από τις πρώτες κιόλας απόπειρες συστηματοποίησης των ψυχικών φαινομένων, έγινε αντιληπτός ο έντονος συσχετισμός τους με την ονειρική εμπειρία. Συγκεκριμένες διαπολιτισμικές μελέτες έδειξαν ότι οι μισές περίπου από όλες τις καταγεγραμμένες αυθόρμητες ψυχικές εμπειρίες λαμβάνουν χώρα στα όνειρα (Prasad & Stevenson, 1968′ Rhine, 1964). Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο τμήμα της παραψυχολογικής έρευνας είναι ακόμη και σήμερα προσανατολισμένο στη μελέτη των δυνατοτήτων εξωαισθητηριακής αντίληψης κατά τη διάρκεια των ονείρων.
Μέχρι τη δεκαετία του ’60, η έρευνα της ονειρικής εξωαισθητηριακής αντίληψης περιοριζόταν σε αναλύσεις προσωπικών συλλογών από παραδείγματα ψυχικών φαινομένων, όπως αυτή της Λουίζα Ράιν (Luisa Rhine, 1977), η οποία συγκέντρωσε 12.837 ψυχικές εμπειρίες με περισσότερες από τις μισές να έχουν σημειωθεί κατά τη διάρκεια ονείρων. Το αντικείμενο των αναλύσεων αυτών ήταν η μελέτη της συχνότητας εμφάνισης των ψυχικών εμπειριών, καθώς και των τρόπων με τους οποίους συνήθως αυτές εκδηλώνονται, για παράδειγμα με τη μορφή παραισθήσεων, διαισθήσεων και ρεαλιστικών ή υπερρεαλιστικών ονείρων.
Ασφαλώς, όπως θα συμφωνούσαν σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές, τέτοιου είδους παρατηρήσεις δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε ανεξέλεγκτες μεταβλητές, όπως οι συμπτώσεις, οι υποσυνείδητοι συμπερασμοί και επιθυμίες, τα μνημονικά λάθη και η πιθανότητα ψεύδους. Ωστόσο, αυτές οι πρώτες αναφορές έπαιξαν σημαντικό ρόλο ανοίγοντας το δρόμο για τη μεταφορά της έρευνας στο εργαστήριο και τη διεξαγωγή οργανωμένων πειραμάτων.

ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΟΝΕΙΡΙΚΗΣ ΤΗΛΕΠΑΘΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΑΙΜΟΝΙDΕS

Το 1962 δόθηκε η δυνατότητα στον ψυχίατρο Μόνταγκ Ούλμαν και τον ψυχολόγο Στάνλεϊ Κρίπνερ (δΐ^ηΐβγ ΚπρρηβΓ) να πραγματοποιήσουν τα πρώτα πειράματα ονειρικής τηλεπάθειας στο εργαστήριο ύπνου του ιατρικού κέντρου Maimonides, στο Brooklyn της Νέας Υόρκης. Οι δύο ερευνητές δημιούργησαν μια πολυπληθή επιστημονική ομάδα και, στο διάστημα 1966 με 1972, δημοσίευσαν περισσότερα από 100 ερευνητικά άρθρα, αναφέροντας τα αποτελέσματα των πειραμάτων τους σε έγκριτα ψυχολογικά και ψυχιατρικά επιστημονικά περιοδικά.
Ο πρωτοποριακός πειραματικός σχεδιασμός και η αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσων που παρέχει ένα εργαστήριο ύπνου, σε συνδυασμό με τη σημαντικότητα των αποτελεσμάτων, συνετέλεσαν ώστε τα πειράματα του Μaimonides να θεωρηθούν πρότυπο πειραματικής έρευνας και να αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στο χώρο της παραψυχολογίας. Εκτός από τις πιλοτικές δοκιμές, στη διάρκεια λειτουργίας του προγράμματος τους, οι Ούλμαν και Κρίπνερ έφεραν σε πέρας 13 επίσημες έρευνες, οι 11 από τις οποίες σχεδιάστηκαν για να ερευνήσουν την τηλεπάθεια και οι δύο τα προγνωστικά όνειρα. Ο σχεδιασμός των πειραμάτων ήταν μια δυναμική διαδικασία που μεταβλήθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των δοκιμών, προκειμένου να βελτιωθεί η αξιοπιστία και να καλυφθούν διάφορα ερευνητικά κενά. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε τα βασικά μέρη ενός τυπικού πειράματος τηλεπάθειας.
Σε κάθε δοκιμή, εκτός από τους πειραματιστές, συμμετείχαν δύο υποκείμενα που θα ονομάσουμε «πομπό» και «δέκτη». Ο δέκτης περνούσε τη νύχτα σε ένα ηχητικά μονωμένο δωμάτιο του ιατρικού κέντρου, συνδεδεμένος με έναν πολύγραφο, ο οποίος κατέγραψε τις οφθαλμικές κινήσεις και την εγκεφαλική του δραστηριότητα. Όταν ο δέκτης είχε αποκοιμηθεί, επιλεγόταν με μια τυχαία διαδικασία ένα αντικείμενο-στό-χος από μια ομάδα παρόμοιων αντικειμένων. Συνήθως, τα αντικείμενα ήταν αντίγραφα έργων ζωγραφικής με έντονο συναισθηματικό περιεχόμενο. Ο πομπός παραλάμβανε το στόχο σε έναν κλειστό φάκελο και, στη συνέχεια, μεταφερόταν σε ένα άλλο, επίσης ηχομονωμένο δωμάτιο στο ίδιο κτίριο ή, σε ορισμένα από τα πειράματα, σε κάποιο πιο απομακρυσμένο κτίριο του κέντρου.
Ένας πειραματιστής παρακολουθούσε το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΕΕG) και το ηλεκτρομυογράφημα (ΕOG) του όέκτη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Όταν ο δέκτης εισερχόταν στη φάση RΕΜ, έδινε σήμα μέσω ενός διακόπτη στο δωμάτιο του πομπού, οπότε και αυτός άνοιγε το φάκελο και επιχειρούσε να συγκεντρωθεί στην εικόνα που είχε μπροστά του και να μεταδώσει με τη σκέψη του την περιγραφή της. Στο τέλος της περιόδου RΕΜ, ο πειραματιστής ξυπνούσε το δέκτη χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ενδοεπικοινωνίας και του ζητούσε να περιγράψει, αν θυμόταν, κάποιο όνειρο. Οι απαντήσεις καταγράφονταν σε κασέτες και, αργότερα, γινόταν η απομαγνητοφώνηση τους. Ο πομπός άκουγε τις απαντήσεις μέσα από ένα μεγάφωνο, ώστε να λαμβάνει ανατροφοδότηση σχετικά με την προσπάθεια και να μπορεί να διαμορφώσει ανάλογα τη στρατηγική που χρησιμοποιούσε για να μεταδώσει το στόχο.
Η παραπάνω διαδικασία επαναλαμβανόταν σε κάθε περίοδο RΕΜ καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Το πρωί ο δέκτης ανέφερε οποιεσδήποτε σκέψεις είχε σχετικά με τα όνειρα του και έκανε μια προσπάθεια να μαντέψει τι μπορεί να απεικόνιζε ο στόχος.Έπειτα του παρουσίαζαν οκτώ ή δώδεκα εικόνες, μία από τις οποίες ήταν αυτή που είχε χρησιμοποιηθεί από τον πομπό, και του ζητούσαν να τις κατατάξει σε μια σειρά, ανάλογα με την ομοιότητα τους με τα όνειρα που είχε δει και τους ελεύθερους συνειρμούς του πρωινού. Επιπλέον, οι πειραματιστές έστελναν τις ονειρικές αναφορές και τις λίστες των εικόνων σε δύο ή τρεις ανεξάρτητους κριτές, οι οποίοι έκαναν τις δικές τους αντίστοιχες εκτιμήσεις. Οι εκτιμήσεις των κριτών συνδυάζονταν και η δοκιμή θεωρούνταν «δυαδική επιτυχία» (binary hit), όταν η εικόνα του στόχου κατατασσόταν στις θέσεις 1-4 (1-6 όταν είχαν χρησιμοποιηθεί 12 εικόνες) και «δυαδική αποτυχία» (bimary miss), όταν βρισκόταν ανάμεσα στις θέσεις 5-8 (7-12 αντίστοιχα). Κατόπιν, αξιολογούνταν η όλη επίδοση για να καθοριστεί αν ήταν σημαντικά καλύτερη ή χειρότερη από το μέσο όρο των αναμενόμενων τυχαίων αποτελεσμάτων (Krippner & Ullman, 1970).
Στην παραπάνω βασική διαδικασία δοκιμάστηκαν και διάφορες παραλλαγές.Έτσι, ενώ συνήθως η εκπομπή του στόχου γινόταν κατά τις περιόδους ύπνου ΚΕΜ του δέκτη, σε κάποια πειράματα η εκπομπή άρχιζε και τελείωνε σε τυχαία διαστήματα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επίσης, σε κάποιες άλλες δοκιμές, η εικόνα-στόχος άλλαζε σε κάθε ονειρική περίοδο, με τους πειραματιστές να πραγματοποιούν τις απαραίτητες τροποποιήσεις στο μετέπειτα σχεδιασμό της αξιολόγησης. Ακόμη, υπήρξαν έρευνες στις οποίες οι πειραματιστές χρησιμοποίησαν περισσότερους από έναν πομπούς με αποκορύφωμα μια σειρά πειραμάτων , όπου το ρόλο του πομπού ανέλαβε ένα ακροατήριο 2.000 περίπου ατόμων. Τέλος, για κάποιες δοκιμασίες επιλέχθηκαν σκόπιμα από τους πειραματιστές ζευγάρια πομπού-δέκτη τα οποία, στο παρελθόν, είχαν παρουσιάσει θετικότερα αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τη σκέψη των ερευνητών του Maimonides, αν τα συνολικά αποτελέσματα των πειραμάτων τους παρουσίαζαν ποσοστά επιτυχίας μεγαλύτερα από 50% (το οποίο είναι το αναμενόμενο ποσοστό επιτυχίας, αν η κατάταξη των εικόνων γίνεται με τυχαίο τρόπο) και με μεγάλο βαθμό εμπιστοσύνης, αυτό θα σήμαινε ότι τα όνειρα του δέκτη έχουν την τάση να μοιάζουν περισσότερο με τις εικόνες που επιλέγονται τυχαία ως στόχοι απ’ ό,τι με τις υπόλοιπες. Πράγματι, σε μια μετα-ανάλυση αποτελεσμάτων από 450 δοκιμές του Maimonides, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1997 (Radin), βρέθηκε ένα ποσοστό επιτυχίας 63% και πιθανότητες μία στα 75 εκατομμύρια να προκλήθηκαν αυτά τα αποτελέσματα τυχαία. Η ίδια μετα-ανάλυση έδειξε ότι, σε 18 από τα 25 ανεξάρτητα πακέτα δεδομένων, το ποσοστό δυαδικών επιτυχιών ήταν πάνω από το αναμενόμενο τυχαίο.
Σε μια πρόσφατη εργασία του, ο καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Northampton Σάιμον Σέργουντ (2002) υπολόγισε το μέγεθος του αποτελέσματος (effect size r) για τις 12 επίσημες έρευνες του Maimonides, καθώς και για τρεις πιλοτικές, βασιζόμενος στις αναφορές των ανεξάρτητων κριτών, όπως αυτές αναφέρονται στην ανασκόπηση του Τσάιλντ (1985)Ένα θετικό μέγεθος αποτελέσματος υποδεικνύει ότι η επίδοση ήταν υψηλότερη από την αναμενόμενη τυχαία, ενώ ένα αρνητικό ότι η επίδοση θα μπορούσε να βασίζεται σε τυχαίους παράγοντες. Γενικά, η τιμή r=0.1 θεωρείται μικρό μέγεθος αποτελέσματος, η Γ=0.3 μέσο και η τιμή r=0.5 ή περισσότερο θεωρείται υψηλό μέγεθος αποτελέσματος (Cohen, 1977)- Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι τιμές Γ σε όλες τις έρευνες κυμαίνονται μεταξύ του -0.22 και του 1.10, ενώ οι πιο επιτυχημένες ήταν οι δοκιμές στις οποίες οι δέκτες επιλέχθηκαν συνειδητά από τους πειραματιστές λόγω προηγούμενων επιτυχιών τους. Επίσης, σημαντικές αποδείχθηκαν οι έρευνες που είχαν ως αντικείμενο τις προγνωστικές δυνατότητες (μεγέθη αποτελέσματος που κυμαίνονται από 0.4/ ως 0./3) και κάπως λιγότερο οι πιλοτικές έρευνες διόρασης (r=0.35)· Η πιο επιτυχημένη έρευνα ήταν η δοκιμή «αισθητηριακού βομβαρδισμού», στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ως στόχος προβολές slides συνοδευόμενες και από ήχο.
Παράλληλα με τα πειράματα στο ιατρικό κέντρο Maimonides, υπήρξαν και άλλοι ερευνητές που επιχείρησαν να επαναλάβουν τα ίδια θετικά αποτελέσματα ακολουθώντας παραπλήσιο μεθοδολογικό σχεδιασμό. Σπς δεκαετίες του ’60 και του 70, δημοσιεύτηκαν πέντε έρευνες που χρησιμοποίησαν ως μοντέλο τα πειράματα του Maimonides, αξιοποιώντας τον εργαστηριακό εξοπλισμό και ξυπνώντας τους συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια του ύπνου RΕΜ (1970).
Από αυτές, οι τέσσερις απέτυχαν να παρουσιάσουν στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα. Η απόπειρα του Χολ (1967) περιλάμβανε έξι διαφορετικούς «δέκτες», από τους οποίους ο πιο επιτυχημένος σημείωσε σημαντικό συσχετισμό μεταξύ στόχου και ονειρικού περιεχομένου σε % από τις 121 αναφορές, κάτι που επιβεβαιώθηκε σε 29 περιπτώσεις από ανεξάρτητους κριτές. Τα αποτελέσματα αυτά είναι πιο επιτυχημένα από τα αναμενόμενα τυχαία, αλλά μετέπειτα κριτική υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη έρευνα δεν είχε την απαιτουμένη αυστηρότητα στο μεθοδολογικό της σχεδιασμό και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη επανάληψη των πειραμάτων του Maimonides (1970).

ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1977

Ένας από τους λόγους που δεν επιχειρήθηκαν περισσότερες απόπειρες επανάληψης των επιτυχημένων πειραμάτων του Maimonides ήταν το υψηλό κόστος συντήρησης ενός εργαστηρίου ύπνου με τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό, αποκλειστικά για τη διεξαγωγή παραψυ-χολογικών πειραμάτων. Η υπόθεση, όμως, της εξωαισθητηριακής αντίληψης στα όνειρα εξακολουθούσε να βρίσκεται στο προσκήνιο της πα-ραψυχολογικής αρένας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον τερματισμό των πειραμάτων του Maimonides, διάφοροι επιστήμονες συνέχισαν τις έρευνες αναζητώντας οικονομικότερους πειραματικούς χειρισμούς που θα παρήγαν, όμως, αποτελέσματα με την ίδια εγκυρότητα και αξιοπιστία. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο τα μετέπειτα πειράματα ήταν περισσότερο πειράματα διόρασης, τα οποία διαφέρουν από τα τηλεπαθητικά ως προς την απουσία του υποκειμένου στο ρόλο του πομπού. (Στα πειράματα πρόγνωσης, εκτός από το ότι δεν υπάρχει πομπός, ο στόχος επιλέγεται τυχαία μετά την εκτίμηση ομοιότητας εικό-νων-ονείρων από το δέκτη.) Συγκεκριμένα, από το 1978, οπότε τερματίστηκαν τα πειράματα στο ιατρικό κέντρο Maimonides, μέχρι και το 2002, δημοσιεύτηκαν 21 επίσημες αναφορές πειραμάτων στην ονειρική εξωαισθητηριακή αντίληψη, μερικές από τις οποίες ήταν πιλοτικές έρευνες. Από τις 21 έρευνες, οι 11 είχαν ως αντικείμενο τη διόραση, οι έξι την τηλεπάθεια και οι τέσσερις την πρόγνωση.
Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα από το σύνολο των πειραμάτων στην ονειρική εξωαισθητηριακή αντίληψη από το 1977 και έπειτα, παρατηρούμε ότι οι έρευνες διόρασης παρουσιάζουν τα πιο σημαντικά αποτελέσματα (μέγεθος αποτελέσματος από -0.49 έως 0.80, μέσο 0.25), ακολουθούν οι τηλεπαθητικές (από -0.27 έως 0.80, μέσο 0.10) και, τέλος, έρχονται οι προφητικές (από -0.34 έως 0.07, μέσο -0.04).Ένα ακόμη εμφανές συμπέρασμα είναι ότι τα αρχικά πειράματα των Ούλμαν και Κρίπνερ παρουσίασαν σημαντικά πιο επιτυχημένα αποτελέσματα από τις μεταγενέστερες προσπάθειες. Συγκεκριμένα, οι έρευνες του Maimonides σημείωσαν συνολικά ένα μεσαίου μεγέθους αποτέλεσμα (r=0.33), ενώ όλες οι μετέπειτα δοκιμές παρουσίασαν αποτέλεσμα μικρότερου μεγέθους (r=0.14).
Η απουσία εργαστηριακού εξοπλισμού από τις περισσότερες έρευνες μετά το 1977 είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό που, σύμφωνα με τους περισσότερους κριτικούς, ευθύνεται για τις διαφορές μεταξύ των αποτελεσμάτων. Στην πλειοψηφία των πειραμάτων μετά την εποχή του Μaimonides, οι συμμετέχοντες κοιμόνταν στα σπίτια τους και παρέδιδαν τις ονειρικές αναφορές στους πειραματιστές την επόμενη μέρα. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατή η καταγραφή της εγκεφαλικής δραστηριότητας και των οφθαλμικών κινήσεων των υποκειμένων και, κατ’ επέκταση, η αφύπνιση τους απευθείας από τον ύπνο RΕΜ, η οποία έχει συνήθως ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση περισσότερων και πιο διαυγών ονειρικών αναφορών. Επίσης, ο εργαστηριακός εξοπλισμός επιτρέπει τον ακριβή συγχρονισμό της εκπομπής τηλεπαθητικού μηνύματος από τον πομπό με την περίοδο ύπνου RΕΜ του δέκτη. Τέλος, σύμφωνα και με ορισμένους από τους πιο «επιτυχημένους» συμμετέχοντες στα πειράματα, το εργαστηριακό περιβάλλον γενικότερα αποτελεί σημαντικό ενισχυτικό ψυχολογικό παράγοντα για την επίτευξη υψηλότερων επιδόσεων.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΤΑΣΗ: ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ GANZFELD

Στα μέσα της δεκαετίας του 70 ήταν, ήδη, εμφανής η ανάγκη να ανακαλυφθούν νέοι, πιο οικονομικοί τρόποι μελέτης των ψυχικών φαινομένων από τα πειράματα ονειρικής τηλεπάθειας. Μια νέα μεθοδολογική πρόταση ήρθε από τον ερευνητή Τσαρλς Χόνορτον , ο οποίος είχε παρατηρήσει μεγάλη συχνότητα εμφάνισης ψυχικών φαινομένων σε αναφορές από εμπειρίες διαλογισμού, ύπνωσης, ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών και παραμονής σε εργαστηριακούς ή φυσικούς χώρους από όπου απουσιάζουν τελείως τα εξωτερικά ερεθίσματα. Επηρεασμένος και από μια δημοσίευση για την υπναγωγική νοητική δραστηριότητα Vogel Foulkes &Trosman, 1966), διατύπωσε την υπόθεση ότι τα ψυχικά φαινόμενα εμφανίζονται συχνότερα σε συνειδησιακές καταστάσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει απόσυρση της προσοχής από τον εξωτερικό κόσμο και συγκέντρωση σε εσωτερικές σκέψεις και εικόνες (Honorton, 1977)·
Ο Χόνορτον υποστήριξε ότι η δυνατότητα εξωαισθητηριακής αντίληψης σχετίζεται αρνητικά με το νοητικό «θόρυβο», τον οποίο είτε παράγουμε οι ίδιοι με τις σκέψεις μας είτε προκαλείται ως αποτέλεσμα των εξωτερικών ερεθισμάτων που δεχόμαστε, και σχεδίασε πειράματα στα οποία δοκίμασε να δημιουργήσει, με τεχνητό τρόπο, μια συνειδησιακή κατάσταση ελάχιστου δυνατού θορύβου.
Για να το πετύχει αυτό έβαζε τα υποκείμενα του σε ένα ηχητικά μονωμένο δωμάτιο, εφάρμοζε στα μάτια τους δύο λευκά ημισφαίρια (συνήθως μπαλάκια του πινγκ πονγκ κομμένα στη μέση) και τοποθετούσε ένα έντονο κόκκινο φως σε μικρή απόσταση από το πρόσωπο τους. Ταυτόχρονα, τα υποκείμενα άκουγαν μέσα από ακουστικά λευκό θόρυβο ή τον ήχο κυμάτων. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν ένα σταθερό και ομοιογενές αισθητηριακό πεδίο που ονομάζεται ganzfeld. Το υποκείμενο δεν έχει κάτι ιδιαίτερο για να δει, να ακούσει ή να αισθανθεί, εισέρχεται σε κατάσταση μειωμένου εσωτερικού θορύβου και, υποθετικά, είναι πιο δεκτικό σε πληροφορίες που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα καλύπτονταν από εντονότερα εξωτερικά και εσωτερικά μηνύματα (Braud, 1978).
Στη συνέχεια, ένα πείραμα τηλεπάθειας σε συνθήκη ganzfeld μοιάζει πολύ με τα πειράματα ονειρικής τηλεπάθειας: ένας «πομπός» σε άλλο δωμάτιο μεταδίδει τηλεπαθητικά έναν τυχαία επιλεγμένο στόχο (εικόνα ή κάποιο μικρό βίντεο) ενώ, ταυτόχρονα, ο δέκτης περιγράφει τις εικόνες και τις σκέψεις που του έρχονται στο μυαλό. Κατόπιν, ανεξάρτητοι κριτές βαθμολογούν την ομοιότητα των αναφορών του δέκτη με τους στόχους και οι πειραματιστές εκτιμούν συνολικά τη δοκιμασία σε σύγκριση με τα αναμενόμενα τυχαία αποτελέσματα. Η σημαντική διαφορά με τα πειράματα ονειρικής τηλεπάθειας είναι ότι, για να ολοκληρωθεί μια συνεδρία ganzfeld, χρειάζονται μόνον ένας ή δύο πειραματιστές και 90 περίπου λεπτά της ώρας.
Συνολικά, όπως αποδεικνύουν οι δημοσιευμένες αναλύσεις, τα πειράματα εξωαισθητηριακής αντίληψης σε συνθήκες ganzfeld σημειώνουν ιδιαίτερα σημαντικά στατιστικά αποτελέσματα . Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τις έρευνες που ασχολήθηκαν με τη σύγκριση της εξωαισθητηριακής αντίληψης στα όνειρα και στη συνθήκη ganzfeld, παρατηρούμε μια σαφή υπεροχή των ονείρων.
Συγκεκριμένα, από το 1988 έως το 2001 δημοσιεύτηκαν πέντε μελέτες με αυτό το θέμα, από τις οποίες οι τρεις υπέδειξαν στατιστικώς σημαντικότερη εξωαισθητηριακή επίδοση στα όνειρα. Η έρευνα του Έπινγκερ (2001) έδειξε ελαφρώς σημαντικότερη επίδοση στα όνειρα, ενώ μία μόνον έρευνα (Sargent & Harley, 1982) παρουσίασε υψηλότερες επιδόσεις στη συνθήκη ganzfeld, χωρίς πάντως οι διαφορές να είναι στατιστικά σημαντικές. Τα όνειρα παραμένουν το πιο κοινό και χαρακτηριστικό περιβάλλον εμφάνισης ψυχικών φαινομένων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alcock, J. E., Parapsychology, Science or Magic? A Psychological Perspective, New York: Pergamon Press 1981
– Belvedere, E. & Foulkes, D., «Telepathy and Dreams: A Failure to Replicate», PERCEPTUAL AND MOTOR SKILLS, ft 783789, 19/1
– Berger, R. E. & Persinger, M., «Geophysica! Variables and Behaviour: LXVII. Quieter Annual Geomagnetic Activity and Larger Effect Size for Experimental Psi (ESP) Studies Over Six Decades*, PERCEPTUAL AND MOTOR SKILLS, 73, 1219-1223, 1991
– Bohm, D. J.,«A New Theory of the Relationship of Mind and Matter*, JOURNAL OF THE AMERICAN SOCIETY FOR PSYCHICAL RESEARCH, 80, 113-136, 1986
– Braud, W. G., «Psi Conducive Conditions: Explorations and Interpretations*, OTO B. Shapin & L. Coly (Eds.), Psi and States of Awareness (pp. 1-41). New York: Parapsychology Foundation 1 978
– Bussey, P. J., «Super-LiminaI Communication in Einstein-Podolsky-Rosen Experiments*, PHYSICS LETTERS A, 90, 9-12, 1982
– Child, I. L., «Psychology and Anomalous Observations: The Question of ESP in Dreams*, AMERICAN PSYCHOLOGIST, 40, 1219-1230, 1985
– Clemmer, E. J., Dalton, K., Steinkamp, F. & Sherwood, S. J., «Not So Anomalous Observations Question ESP in Dreams: A Dream GESP Experiment Using Dynamic Targets and Consensus Vote*, AMERICAN PSYCHOLOGIST, 41, 1 173-1 174, 1986
– Cohen, J., Statistical Power Analysis for the Behavioral Sciences (rev, ed.). New York: Academic Press 1977
– Conrad, M., Home, D. & Josephson, B. D., «Beyond Quantum Theory: A Realist Psycho-Biological Interpretation of the Quantum Theory*, oro G. Tarrozi & A. Van der Merwe & F. Selleri (Eds.), Microphysical Reality and Quantum Formalism (Vol. 1, pp. 285-293), 1988. Dordrecht: Kluwer Academic.
– Dalton, K., Morris, R. L., Delanoy, D., Radin, D. & Wiseman, R., «Security Measures in an Automated Ganzfeld System*, JOURNAL OF PARAPSYCHOLOGY, 60(2), 120-148, 1996
– Empson, J., Sleep & Dreaming (3rd ed.), New York: Palgrave 2002
– Eppinger, R., A Comparative Examination of Ganzfeld and Dream Reports in Free Response ESP Studies. Unpublished PhD thesis, University of Edinburgh 2001
– Foulkes, D., Belvedere, E., Masters, R. E. L., Houston, J., Krippner, S., Honorton, C. & Ullman, M., «Long-Distance Sensory-Bombardment ESP in Dreams:
A Failure to Replicate*, PERCEPTUAL AND MOTOR SKILLS, 35, 731-734, 1972
– Globus, G., Knapp, P. H., Skinner, J. C. & Healey, G., «An Appraisal of Telepathic Communication in Dreams*, PSYCHOPHYSIOLOGY, 4, 365, 1968
– Goodenough, D. R., «Dream Recall: History and Current Status of the Field*, OTO J. E. Steven & S. A. John (Eds.), The Mind in Sleep: Psychology
andPsychophysiology (2nded.) (pp. 143-171). New York 1991
– Hall, C. S., «Experiments with Telepathically Influenced Dreams*, ZEITSCHRIFTFUR PARAPSYCHOLOGIEUNDGRENZGEBIETEDER PSYCHOLOGY, 10, 18-47, 1967
– Honorton, C., «Psi and Internal Attention States* oto Benjamin B. Wolman, Handbook of Parapsychology (pp. 435-472). New York 1977
– Honorton, C., «Meta-Analysis of Psi Ganzfeld Research: a Response to Hyman», JOURNAL OF PARAPSYCHOLOGY, 49, 51-91, 1985
– Honorton, C., & Ferrari, D. C., «Future Telling: A Meta-Analysis of Forced Choice Precognition Experiments, 1935-1987», JOURNAL OF PARAPSYCHOLOGY, 5499-139,1989
– Hyman, R., «The Ganzfeld Psi Experiment: A Critical Appraisal*, JOURNAL OF PARAPSYCHOLOGY, 49, 3-49, 1985
– Hyman, R., «Maimonides Dream-Telepathy Experiments*, SKEPTICAL INQUIRER, 77(1), 91-92, 1986
– Hyman, R., & Honorton, C.,«A Joint Communique: The Psi Ganzfeld Controversy*, JOURNAL OF PARAPSYCHOLOGY, 50, 351-364, 1986
– Irwin, H. J., An Introduction to Parapsychology (3rd ed.). Jefferson, NC: McFarland 1999
– Josephson, B. D., & Pallikari-Viras, F., «Biological Utilisation of Quantum Nonlocality*, FOUNDATIONS OF PHYSICS, 21, 197-207, 1991
– Kanthamani, H., & Broughton, R. S.. An experiment in Ganzfeld and Dreams:
A Further Confirmation. Paper presented at the Proceedings of the 35th Annual Convention of the Parapsychological Association, Las Vegas, NV 1992
– Kanthamani, H., & Khilji, A.. An Experiment in Ganzfeld and Dreams:
A Confirmatory Study. Paper presented at the Proceedings of the 33rd Annual Convention of the Parapsychological Association, Chevy Chase, MD 1990
– Kanthamani, H., Khilji, A., & Rustomji-Kerns, R., An Experiment in Ganzfeld
and Dreams with a Clairvoyance Technique. Paper presented at the Proceedings of the 31 st Annual Convention of the Parapsychological Association, Montreal, Quebec 1988
– Krippner, S.. The Scientific Study of Anomalous Dreams. San Francisco: Saybrook Institute, 2002
– Krippner, S. & Ullman, M., «Telepathy and Dreams: A Controlled Experiment with Electroencephalogram-Electro-Oculogram Monitoring»,
JOURNAL OF NERVOUS AND MENTAL DISEASE, /5/, 394-403, 1970
– Landauer, R., «Minimal Energy Requirements in Communication*, SCIENCE, 272, 1914-1918, 1996
– Morris, R., Recent Developments in Experimental Parapsychology. Paper presented at the Behind and Beyond the Brain: 1 st symposium of Bial Foundation, Porto, Portugal 1996
– Parapsychological Association, «Terms and Methods in Parapsychological research*, JOURNAL OF HUMANISTIC PSYCHOLOGY, 2% 394-399, 1987
– Parker, A., States of Mind: Altered States of Consciousness and ESP. New York: Taplinger 1975
– Penrose, R. & Longair, M. S., The Large, the Small, and the Human Mind (1st pbk. ed.). Cambridge, New York: Cambridge University Press 1999
– Persinger, M. & Krippner, S., «Dream ESP Experiments and Geomagnetic Activity*, THE JOURNAL OF THE AMERICAN SOCIETY FOR PSYCHICAL RESEARCH, 83, 101-116, 1989
– Prasad, f. & Stevenson, I., «A Survey of Spontaneous Psychical Experiences in School Children of Uttar Pradesh», INTERNATIONAL JOURNAL
OF PARAPSYCHOLOGY, 10, 241-261, 1968
– Radin, D., The Conscious Universe: The Scientific Truth of Psychic Phenomena. New York: Harper Collins 1997
– Rhine, L. E., Extra-Sensory Perception. Boston: Bruce Humphries 1964
– Rhine, L. E., «Research Methods with Spontaneous Cases* oro B. B. Wolman (Ed.), Handbook of Parapsychology. New York: Van Nostrand Reinhold, 1977
– Sargent, C. L. & Harley, T. A., «Precognition Testing with Free-Response Techniques in the Ganzfeld and the Dream State», EUROPEAN JOURNAL OF PARAPSYCHOLOGY, 4, 243-256, 1982
– Sherwood, S. J. ESP During Sleep: Sweet Dreams or a Nightmare?
Paper presented at the Parapsychological Association 45th Annual Convention, Paris, France 2002
– Spottiswoode, S. J. P., «Geomagnetic Activity and Anomalous Cognition:
A Preliminary Report of New Evidence*, SUBTLE ENERGIES, 1, 65-77, 1990
– Stanford, R. G., «Recent Ganzfeld-ESP Research: A Survey and Critical Analysis* OTO S. Krippner (Ed.), Advances in Parapsychological Research
(Vol. 4 pp. 83-111). Jefferson, NC: McFarland 1984
– Strauch, I., «Dreams and Psi in the Laboratory* OTO R. Cavanna (Ed.), Psi Favorable States of Consciousness (pp. 46-54). New York: Parapsychology Foundation. 1970
Subrahmanyam, S., Sanker Narayan, P. V. & Srinivasan, T. M., «Effect of Magnetic
Micropulsations on the Biological Systems – a Bioenvironmental Study»,
INTERNATIONAL JOURNAL OFBIOMETEREOLOGY, 29, 293-305, 1985
Van de Castle, R. L., «ESP in dreams: Comments on a Replication “Failure”
by the “Failing” Subject* OTO S. K. Montague Ullman & V. Alan (Eds.),
Dream Telepathy: Experiments in Nocturnal ESP (2 ed., pp. 209-216).
Jefferson, NC: McFarland. 1989
Vogel, G., Foulkes, D. & Trosman, H., «Ego Functions and Dreaming During Sleep
Onset*. ARCHIVES OF GENERAL PSYCHOLOGY, 14, 238-248, 1966
Wilkinson, H. P. & Gauld, A., «Geomagnetism and Anomalous Experiences,
1868-1980*, PROCEEDINGS OF THE SOCIETY FOR PSYCHICAL RESEARCH, 57,
275-310,1993
Wilson, B. C., Wright, C. W., Morris, J. E., Buschbom, R. L., Brown, D. P., Miller,
D. L., Sommers-Flannigan, R. & Anderson, L. E., «Evidence of an Effect
of ELF Electromagnetic Fields on Human Pineal Gland Function*,
JOURNAL OF PINEAL RESEARCH, 9, 259-269, 1990